-
1 υμετερον
ἢν μέ τὸ ὑ. ἀντίον γένηται Her. — если с вашей стороны не будет препятствий;
τὸ ὑ. τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. — в вашем характере делать меньше, чем можете;πράττω τὸ ὑ. τοῦτο Plat. — я делаю это в ваших интересах;τὰ ὑμέτερα ἀσφαλῶς ἔχει Xen. — ваши дела в безопасности;τὰ ὑμέτερα αὐτῶν Dem. — ваше собственное достояние -
2 υμέτερον
-
3 ὑμέτερον
-
4 ὑμέτερον
вашевашΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑμέτερον
-
5 δῶ
δῶ, τό, das Haus, Nebenform von δῶμα und δόμος, aus ΔΟΜ entstanden nach Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1 p. 200, welcher aus dem Sanskrit. die neben damas »das Haus« vorhandene vedische Form dam mit δῶ (ΔΟΜ) zusammenstellt, Die Alten erklärten einfach δῶ für Abkürzung von δῶμα, Apoll. Lex. Hom. p. 61, 14 Δῶ· κατὰ συγκοπὴν δῶμα. Man vgl. κρῖ κριϑή, Aristot. Poet. 12, 15 Strab. 8, 364. Uebrigens gab es auch im Lateinischen neben domus die Form do, Ennius bei Auson. Idyll. 12 grammaticomast. 18. Homer hat, abgesehen von ganz unsicheren Stellen, wie Iliad. 23, 137, wo es nach Scholl. Herodian. für den Versausgang πέμπ' Ἄιδόσδε die var. lect. πέμπ' Ἄιδος δῶ gab, δῶ dreiundzwanzigmal, stets als Versende; einmal als nominativ., Odyss. 1, 392 αἶψά τέ οἱ δῶ | ἀφνειὸν πέλεται; sonst als accusativ.: ἐς πατέρος δῶ Odyss. 11, 501; εὐρυπυλὲς Ἄιδος δῶ Iliad. 23, 74 Odyss. 11, 571; πυκινὸν δῶ Iliad. 19, 355; ἐμὸν δῶ Odyss. 4, 169. 8, 28; ὑψερεφὲς δῶ Odyss. 10, 111. 15, 424. 432; χαλκοβατὲς δῶ Iliad. 1, 426. 14, 173 (vgl. Scholl. Nicanor.) 21, 438. 505 Odyss. 8, 321. 13, 4; ἡμέτερον δῶ Iliad. 7, 363. 18, 385. 424 Odyss. 1, 176. 2, 262. 4, 139; ὑμέτερον δῶ Odyss. 24, 115. Für ὑμέτερον δῶ und ἡμέτερον δῶ ist überall die var. lect. ἡμέτερόνδε ὑμέτερόνδε möglich; Iliad. 18, 385. 424 wird von Didymus ἡμέτερόνδε als Lesart Zenodots für ἡμέτερον δῶ angegeben. – Bei Hesiod. erscheint δῶ mitten im Verse und als accusat. plural, Th. 933 ναίει χρύσεα δῶ.
-
6 ὑμέτερος
ὑμέτερος, euer, eurig, Hom. u. Folgde überall; ὑμέτερος ἑκάστου ϑυμός, der Muth eines Jeden von euch, Il. 17, 226; ὑμέτερος αὐτῶν ϑυμός, euer eigener Sinn, Od. 2, 138; ὑμέτερόνδε, nach eurem Hause hin, Il. 23, 86; – τὸ ὑμέτερον, was an euch, eurem Theile ist, Her. 8, 140; πράττω τὸ ὑμέτερον δὴ τοῦτο, Plat. Gorg. 522 c. – In Prosa meistens mit dem Artikel, z. B. ταῖς ὑμετέραις πόλεσι, Plat. Legg. VIII, 836 c, u. sonst überall. – Bei Sp. steht es auch zuweilen statt σός, Jac. A. P. p. 119. 627. – S. auch ὑμός.
-
7 υμετερος
31) вашὑ. ἑκάστου θυμός Hom. — мужество каждого из вас;
ταῖς ὑμετέραις γνώμαις Thuc. — по вашим советам;οὓς ὑμετέρους φατὲ εἶναι Xen. — которые, по вашим словам, являются вашими подданными2) относящийся к вамαἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες Thuc. — возлагаемые на вас надежды;
ἐπὴ τῇ ὑμετέρᾳ παρακελεύσει Plat. — для того, чтобы увещевать вас3) поэт. твой Pind., Anth.σὺ καὴ γένος ὑμέτερον Solon ap. Plut. — ты и род твой - см. тж. ὑμέτερον
-
8 ὑμέτερος
1 your κείνων δ' ἦσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι (i. e. of the Opuntians) O. 9.54 καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον (i. e. of the people of Cyrene) P. 4.255 θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω, λτ;γτ;έναρκες, ὑμετέραις τύχαις (of the family of Xenarkes) P. 8.72 ἕπεται δέ ( ἐπέβα δέ Wil.), Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ (i. e. of you and your family) N. 10.37 ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν (of you and your family v. 4) I. 4.3Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον Pae. 5.46
ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν for your sake Pae. 9.37 pl. pro sing., τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον (of Aigina) Πα.. 13. ὑμετεραι κ[ Θρ. 2. 4. -
9 πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R. 389d.2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82
, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of.., Pl.Lg. 689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20
; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib. 125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph. 715
.b the commons, Th. 1.9, etc.;ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt. 291d
;ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81
: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap. 31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6
, 156.5 ([place name] Rhodes);τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680
(Pergam.);τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24
(Canopus, iii B.C.);π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2
(iii B.C.);τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737
(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg. 452e, cf. Sph. 268b;ὃ πᾶσι.. σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24
;φιλόσοφον.. π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R. 494a
.II quantity or number,πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers. 334
;τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6
;ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98
;ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74
;τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10
;πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11
, cf. 6.44;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
; in force,Th.
8.22: abs. in acc.,κόσοι πλῆθος Hdt.1.153
;πόσοι τὸ π.; Diph.17.1
;ἐρέται.. π. ἀνάριθμοι A.Pers.40
(anap.);π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2
;ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14
;ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1
;π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45
, cf. 32 (Epid., iv B.C.).III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203
; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib. 204;ἡ ἐρῆμος.. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123
;π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9
.2 in [dialect] Att., of quantity or amount,διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70
;χρημάτων π. Id.1.9
;διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R. 591e
, cf. Arist.Pol. 1279a19; ; multa sudans,Id.
Ti. 84e;τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5
; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl. i 252 (ii B.C.); of money,τὸ ἴσον π. TAM2.526
([place name] Pinara): in pl., quantities,ἐμβρύων Cratin.326
;θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51
(anap.);οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30
, cf. 10.4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.IV of Time, length,χρόνου Th.1.1
, Pl.Tht. 158d, Isoc.12.180;π. ἐτῶν Ar.Nu. 855
;πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph. 722
(lyr.).V with Preps., or Advbs.,ἐς π.
in great numbers,Th.
1.14; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;ὡς ἐπὶ τὸ π.
usually, mostly,Pl.
Phdr. 275b;ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA 786a35
;κατὰ π. D.H.6.67
. -
10 ἔργον
ἔργον, [dialect] Dor. [full] ϝέργον IG4.800 (vi B. C.), Elean [full] ϝάργον SIG9 (vi B.C.), τό: (ἔρδω, OE.A weorc (neut.) 'work', Avest. var[schwa]za-):— work, Il.2.436, etc.;ἔ. οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος Hes.Op. 311
;πλεόνων δέ τε ἔ. ἄμεινον Il.12.412
;ἔ. ἐποίχεσθαι 6.492
;νῦν ἔπλετο ἔ. ἅπασι 12.271
; esp. in pl.,ἄλλος ἄλλοισιν..ἐπιτέρπεται ἔργοις Od. 14.228
;ἐπὶ ἔργα τράποντο Il.3.422
;ἔργων παύσασθαι Od.4.683
; τὰ σ' αὐτῆς ἔργα κόμιζε see to thine own tasks, Il.6.490 : esp. in the following relations,1 in Il. mostly of works or deeds of war,πολεμήϊα ἔ. Il.2.338
, al., Od.12.116 ;ἔργον μάχης Il.6.522
; alone,ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ 4.175
, cf. 539 ;ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον 13.366
; ; later,ἔργον.. Ἄρης κρινεῖ A.Th. 414
; ἐν τῷ ἔ. during the action, Th.2.89, cf.7.71 ;τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔ. Pl.Mx. 241c
;τῶν πρότερον ἔ. μέγιστον ἐπράχθη τὸ Μηδικόν Th.1.23
; ἔργου ἔχεσθαι to engage in battle, ib.49.2 of peaceful contests,κρατεῖν ἔ. Pi.O.9.85
;ἔργου ἔχεσθαι Id.P.4.233
; also ἔργα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις placed [the reward of] noble deeds about his hair, Id.O.13.38.3 of works of industry,a of tillage, tilled lands,ἀνδρῶν πίονα ἔ. Il.12.283
, etc. ;ἔργ' ἀνθρώπων 16.392
, Od.6.259 ;βροτῶν 10.147
; οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα ib.98 ; ἔργα alone, 16.140, etc.; Ἔργα καὶ Ἡμέραι—the title of Hesiod's work ; πατρώϊα ἔ. their father's lands, Od.2.22 ; οὔτ' ἐπὶ ἔργα..ἴμεν will neither go to our farms, ib. 127, cf. 252 ; Ἰθάκης..ἔργα the tilled lands of Ithaca, 14.344 ; ἀμφὶ.. Τιταρησσὸν ἔργ' ἐνέμοντο inhabited lands, Il.2.751 ;τὰ τῶν Μυσῶν ἔ. Hdt.1.36
; so later, PBaden 40.5 (ii A.D.) : generally, property, wealth, possessions,θεὸς δ' ἐπὶ ἔργον ἀέξῃ Od.14.65
, cf. 15.372.b of women's work, weaving, Il.9.390, etc. ; ἀμύμονα ἔ. ἰδυίας ib. 128 ;ἔργα ἐργάζεσθαι Od.22.422
, 20.72.c of other occupations, θαλάσσια ἔ. fishing, 5.67 ; a seaman's life, Il.2.614 : periphr., δαιτὸς..ἔργα works of feasting, 9.228 ;φιλοτήσια ἔ. Od.11.246
;ἔργα γάμοιο Il.5.429
;ἔργα Κυπρογενοῦς Sol.26
;Ἀφροδίτης h.Ven.1
; alsoτέκνων ἐς ἔ. A.Ag. 1207
: abs.,ἔργον Luc.DDeor.17.1
, AP12.209 (pl., Strat., s.v.l.); alsoἔργα ἰσχύος καὶ τάχους X.Cyr.1.2.12
; φίλα ἔργα μελίσσαις, of flowers, Theoc.22.42 ; of mines, etc.,ἔ. ἀργυρεῖα X.Vect.4.5
, D.21.167, etc.; ἔργα πίσσια dub. l. in Plu.Cat.Ma.21.4 deed, action,ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε Od.1.338
;θέσκελα ἔ. Τρώων Il.3.130
;ἀήσυλα ἔ. 5.876
; καρτερά, ἀεικέα ἔ., ib. 872,22.395; παλίντιτα, ἄντιτα ἔ., Od.1.379, 17.51 ;ἔργα ἀποδέκνυσθαι Hdt.1.16
, cf. Pl.Alc.1.119e, D.C.37.52 ; opp. ἔπος, deed, not word (v.ἔπος 11.1
) ; opp. μῦθος, Il. 9.443, 19.242, A.Pr. 1080 (anap.), etc.; opp. λόγος, S.El. 358, E.Alc. 339 ; ἔργῳ, opp. λόγῳ, freq. in [dialect] Att., etc., Th.2.65, etc.: so in pl.,λόγῳ μὲν..τοῖσι δ' ἔργοισιν S.OC 782
, cf. E.Fr.360.13 ; ; opp. ῥήματα, Id.OC 873 ; opp. ὄνομα, E.IA 128 (anap.), Th.8.78,89 ; in many phrases,πέπρακται τοὔργον A.Pr.75
, cf. Ag. 1346 ;χωρῶ πρὸς ἔργον S.Aj. 116
; τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν.., τὸ δὲ ἔ. ἀδύνατον its execution, X.An.3.5.12 ; ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε ready for action, E.IT 1190 ;ἡ κατάρα ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς ἔ. ἤγετο Jul.Or.7.228b
.II thing, matter, πᾶν ἔ...ὑπείξομαι in every point, Il.1.294 ;ἃ Ζεὺς μήδετο ἔ. 2.38
, etc.;πάρος τάδε ἔ. γενέσθαι 6.348
, etc.;ὅπως ἔσται τάδε ἔ. 2.252
, Od.17.78, etc. ;μέμνημαι τόδε ἔ. Il.9.527
;ἄκουε τοὔργον S.Tr. 1157
, cf. OT 847, Aj. 466 ; in bad sense, mischief, trouble, of disease,αἰτίη τοῦ ἔ. Aret.SA1.9
; μέγα ἔ. a serious matter, Od.4.663, Th.3.3.2 μέγα ἔ., like μέγα χρῆμα, χερμάδιον λάβε χειρὶ Τυδεΐδης, μέγα ἔ. a monstrous thing, Il.5.303, cf. 20.286 ; φυλόπιδος μέγα ἔ. a mighty call to arms, 16.208.III [voice] Pass., that which is wrought or made, work, οἷ' ἐπιεικὲς ἔργ' ἔμεν ἀθανάτων, of the arms of Achilles, Il.19.22 ; ἔ. Ἡφαίστοιο metal-work, Od.4.617 ;πέπλοι.., ἔργα γυναικῶν Il.6.289
, Od.7.97, cf. 10.223 ;ὕφασμα, σῆς ἔ. χερός A.Ch. 231
;κολεόν..λώτινον ἔ. Theoc.24.45
; of a wall, Ar.Av. 1125 ; of a statue, X.Mem.3.10.7 : in pl., of siege-works,ἔ. καὶ μηχαναί Plb.5.3.6
; of a machine, Apollod.Poliorc.157.4, al., Ath.Mech.15.2, al.; of public buildings, Mon.Anc.Gr.18.20; of an author's works, D.H.Comp.25 ;τὸ περὶ ψυχῆς ἔργον Ἀριστοτέλους AP11.354.8
(Agath.).2 result of work, profit or interest, ἔργον [ χρημάτων] interest or profit on money, Is.11.42, cf. D.27.10.IV special phrases:1 ἔργον ἐστί,a c. gen. pers., it is his business, his proper work,ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔ. A.Ch. 673
;ὅπερ ἐστὶν ἔ. ἀγαθοῦ πολίτου Pl.Grg. 517c
; of things, φραδέος νόου ἔργα τέτυκται it is a matter (which calls) for a wary mind, Il.24.354 ; function, ; ; τοῦτο ἑκάστου ἔ. ὃ ἂν ἢ μόνον τι ἢ κάλλιστα τῶν ἄλλων ἀπεργάζηται ib. 353a ; functions,Gal.
16.518 : c. dat. pers.,οἷς τοῦτο ἔ. ἦν X.Cyr.4.5.36
, cf. 6.3.27: with the possessive Pron., σὸν ἔ. [ἐστί] c. inf., A.Pr. 635 ;ἐμὸν τόδ' ἔ. κρῖναι Id.Eu. 734
;σὸν ἔ., θῦε θεοῖς Ar.Av. 862
; : with Art.,νῦν ἡμέτερον τὸ ἔ. Hdt.5.1
.b c. gen. rei, there is need of..,τί δῆτα τόξων ἔ.; E.Alc.39
;πολλῆς φυλακῆς ἔ. [ἐστί] Pl.R. 537d
: esp. with neg., ;οὐ δόλου νῦν ἔ. Id.Pl. 1158
, cf. E.Hipp. 911 : c. dat. pers.,ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Hdt.1.17
: with Art., : with a part. added,οὐδὲν ἦν ἔ. αὐτοῦ κατατείνοντος Plu.Publ.13
: also c. inf., οὐδὲν ἔ. ἑστάναι there is no use in standing still, Ar.Lys. 424, cf. Av. 1308 ;οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι S. Aj. 852
, cf. 12.c c. inf., it is hard work, difficult to do,πολὺ ἔ. ἂν εἴη διεξελθεῖν X.Mem.4.6.1
;πολὺ ἔ. ἦν τῷ νομοθέτῃ πάντα γράφειν Lys.10.7
;ἔ. ἐστὶν εἰ ἐροῦμεν D.24.51
;ἔ. εὑρεῖν πρόφασιν Men.76
; alsoμέγα ἔ. ταῖς..ἐπιθυμίαις καλῶς χρῆσθαι Pl.Smp. 187e
;χαλεπὸν ἔ. διαιρεῖν Ar.Ra. 1100
(lyr.): also in gen.,πλείονος ἔ. ἐστὶ..μαθεῖν Pl. Euthphr. 14b
: rarely with a part.,οὐδὲν ἔ. μαχομένῳ Philippid.15.3
; ἔ. [ἐστί] c. acc. et inf., it can scarcely happen that..,ἔ. ἅμα πάντας ὀργισθῆναι καὶ ἁμαρτεῖν Arist.Pol. 1286a35
.2 ἔργον παρασχεῖν τινί give one trouble, Ar.Nu. 523, cf. AP9.161 (Marc. Arg., punning on Hesiod's Ἔργα) ; ἔργον ἔχειν take trouble, c. part., X.Cyr.8.4.6 ; c. inf., Id.Mem.2.10.6.3 ἔ. γίγνεσθαι τῆς νόσου to be its victim, Anon. ap. Suid. s.v. ἄτολμοι ;κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plu.Eum. 17
;τῆς ὑμετέρας γέγονεν ἔ. ὀλιγωρίας Luc.Dem.Enc.29
.4 ἔ. ποιεῖσθαί τι to make a matter one's business, attend to it, Pl.Phdr. 232a, X.Hier.9.10 ; soἐν ἔργῳ τίθεσθαι Ael.VH4.15
. -
11 ὑμέτερος
ὑμέτερος, α, ον (cp. ὑμῶν; Hom. et al.; pap; LXX quite rarely; not at all in EpArist, Test12Patr and other pseudepigr., nor in Ar. or Mel. In Joseph., e.g. Ant. 16, 38; Just., Tat., Ath.) possessive adjectival pron. of the second pers. pl. ‘your’ (largely replaced by the gen. of the pers. pron.; B-D-F §285, 1; W-S. §22, 14; Rob. 288), in our lit. only 15 times: pert. to persons addressed by a speaker or writer as possessors or recipientsⓐ belonging to or incumbent upon you etc.; Lk 6:20; J 8:17 (ὑ. νόμος as Jos., Bell. 5, 402); Ac 27:34; 2 Cor 8:8; Gal 6:13; 1 Cl 47:7; 57:4 (Pr 1:26); MPol 13:3. ὁ καιρὸς ὁ ὑμέτερος your time=the time for you to act J 7:6. ὁ λόγος ὁ ὑμέτερος your teaching 15:20 (cp. Tat. 27, 2). Perh. 1 Cor 16:17 (s. b below).—Subst. τὸ ὑμέτερον (opp. τὸ ἀλλότριον) your own property Lk 16:12. τὶς τῶν ὑμετέρων one of your own number ISm 11:3.ⓑ for the obj. gen. (Thu. 1, 69, 5 αἱ ὑμέτεραι ἐλπίδες. W-S. §22, 14b) τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει by the mercy shown to you Ro 11:31. νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν ἣν ἔχω by the pride that I have in you = as surely as I may boast about you 1 Cor 15:31. Perh. (s. a above) τὸ ὑμέτερον ὑστέρημα that which is lacking in you 16:17.—S. GKilpatrick s.v. ἐμός, end.—DELG s.v. ὑμεῖς. M-M. -
12 ΜΈΡος
ΜΈΡος, τό, 1) Theil, Antheil, so Viel von einer Sache auf den Einzelnen kommt; Pind. P. 12, 11 u. öfter; ἤδη με γηραιὸν μέρος ἁλικίας ἀμφιπολεῖ, P. 4, 157; μεϑέξειν φίλτατον τάφου μέρος, Aesch. Ag. 493 (vgl. μετέχειν τὸ μέρος τῶν δεινῶν ὥςπερ τῶν ἀγαϑῶν μετέχουσιν, Lys. 31, 5; κάλλους γὰρ πλεῖστον μέρος μετέσχεν, Isocr. 10, 54); εἰς ἡμέρας μέρος βραχὺ δός μοι σεαυτόν, Soph. Phil. 83; εἰ δείματός γ' ἔχει μέρος, wer dieser Furcht theilhaftig, O. R. 294; ἔχετον κοινοῦ ϑανάτου μέρος ἄμφω, Ant. 147; ἕως φροντίδος λάβῃ μέρος, Tr. 148; τὸ ἐμὸν οἴχεται βίου τὸ πλέον μέρος ἐν στοναχῇσι, Eur. Or. 203; παγκληρίας μέρος κατασχεῖν, Suppl. 15; μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; μέχρι τρίτου μέρους ὥρας, Plat. Legg. VI, 784 a, öfter, wie bei den Folgdn, der Theil im Ggstz des Ganzen, τοῦ ναυτικοῦ μέγα μέρος, u. ä. Thuc. τοῦ ποταμοῠ κρατοῦντες καὶ τῆς Μέμφιδος τῶν δύο μερῶν, πρὸς τὸ τρίτον μέρος ἐπολέμουν, 1, 104, da sie zwei Drittel von Memphis in ihrer Gewalt hatten; (u. so sind immer τὰ πέντε μέρη fünf Sechstel, τὰ ὀκτὼ μέρη acht Neuntel u. s. w.); μέρος τι, zum Theil, 4, 30; κατά τι μέρος, Plat. Legg. VI, 757 d; κατὰ τὸ πολὺ μέρος, größtentheils, Tim. 86 d. – 2) die Theilnahme an Etwas, Gemeinschaft mit Anderen; μέρος ἑκατέρῳ νέμω, jedem seine Rolle anweisen, Her. 2, 173; τὰ δ' ἄλλα πράξω κοὐ καμεῖ τοὐμὸν μέρος, Soph. Tr. 1215, d. h. ich für meinen Theil werde nicht ermüden; dah. die Reihe, die jeden trifft, ἐπεί τε αὐτῆς μέρος ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος παρὰ τὸν Μάγον, da sie die Reihe traf, Her. 3, 69; κατὰ μέρος, der Reihe nach, abwechselnd, H. h. Merc. 53; πάντων ἐρήμους πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος, so Viel auf dich kommt, so Viel an dir liegt, Soph. O. R. 1509 u. öfter; – τὸ σὸν μέρος, Soph. Ant. 1049; Eur. Rhes. 405; τοὐμὸν μέρος, Heracl. 678; τὸ αὑτοῦ μέρος, Plat. Phaedr. 256 a; τὸ σὸν μέρος, ὅ τι ἂν τύχωσι, τοῦτο πράξουσι, Crit. 45 d; auch κατὰ τὸ σὸν μέρος, u. μέρος ὅσον ἐπὶ σοὶ γέγονε, Ep. VII, 328 e; ἤδη ὑμέτερον μέρος συμβουλεύειν, es ist eure Rolle, Sache, Lach. 180 a; ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει – σὺ δ' ἐν τῷ ἐμῷ, »an deiner, meiner Stelle«, Conv. 185 d; ἐν μέρει, der Reihe nach, Einer nach dem Andern, κλῦϑί νυν, ὦ πάτερ, ἐν μέρει, πολυδάκρυτα πένϑη, Aesch. Ch. 329; ἀντάκουσον ἐν μέρει, Eum. 189; ἔπος δ' ἀμείβου πρὸς ἔπος ἐν μέρει τιϑείς, 556; ἀκούσας σοῠ τε τῆςδέ τ' ἐν μέρει, Eur. Hec. 1130; in Prosa, κατὰ ἔϑνεα κεκοσμημένοι ἐν μέρει ἐμάχοντο, Her. 7, 212, vgl. 1, 26; λέγοντάς τε καὶ ἀκούοντας ἐν μέρει, Plat. Prot. 347 d; ἐν τῷ μέρει ἐρωτῶν τε καὶ ἐρωτώμενος, Gorg. 462 e; auch bei Folgdn; oft mit ἕκαστος verbunden, ἕκαστον ἐν μέρει λόγον περὶ Ἔρωτος εἰπεῖν, jeder, an den die Reihe komme, Alle der Reihe nach sollten sprechen, Plat. Conv. 214 b; Xen. πολλὰ κινδυνεύσαντα καὶ ἐν τῷ μέρει καὶ παρὰ τὸ μέρος, wenn die Reihe an ihn kam, so Viel auf seinen Antheil kam, u. außer der Reihe, außer dem, wozu er verpflichtet war, An. 7, 6, 36; vgl. Arr. An. 3, 26, 8; ἐν μέρει καὶ αὐτός, ich meinerseits wieder, Luc. Nigr. 3. – 3) Anders sind die Verbindungen, wo ἐν μέρει eigtl. »in der Klasse, Abtheilung« bedeutet u. im Deutschen oft durch »als«, »für« zu übersetzen ist, οὐκ ἀποδεχόμενοι ὡς ἐν οὐσίας μέρει, Plat. Theaet. 155 e; εἰ ἐν ἀρετῆς καὶ σοφίας τίϑης μέρει τὴν ἀδικίαν, wenn du die Ungerechtigkeit zu der Tugend u. Weisheit rechnest, sie als Tugend ansiehst oder gelten läßt, Rep. I, 348 e; ὡς ἐν παιδιᾶς γε μέρει, IV, 424 d; ἐν σκώμματος μέρει παραφέρει ἑαυτόν, Aesch. 1, 125, zum Spott; ἐν προςϑήκης μέρει, Dem. 2, 14, wie ein Anhang, verachtet; ἐν οὐδενὸς εἶναι μέρει, für Nichts gelten, ib. 18; εἰς εὐεργεσίας μέρος καταϑέσϑαι, 23, 17, als Wohlthat anrechnen; οὐ δίκαιόν ἐστιν ἐν τεκμηρίου μέρει ποιεῖσϑαι τἀδίκημα, 44, 50; ἀγγέλου μέρος, das Botenamt, Aesch. Ag. 282; Thuc. 2, 37 sagt von der Demokratie, daß in ihr, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους (nicht weil er von einer bestimmten, bevorrechteten Klasse ist) τὸ πλεῖον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ' ἀρετῆς προτιμᾶται. – Κατὰ μέρος, einzeln, Plat. Theaet. 157 b Soph. 246 c, wie κατὰ μέρη οὖν ἄκουε Theaet. 182 b.
-
13 εὐ-σεβής
εὐ-σεβής, ές, wer seine Pflichten gegen Gott, die Eltern, Vorgesetzten u. übh. ehrwürdige Personen erfüllt, der pflichtmäßig handelt, fromm, gottesfürchtig, bes. von Menschen, auch von Sachen, Theogn. 1142; εὐσεβεῖ γνώμᾳ Pind. Ol. 3, 43; εὐσεβέστατος I. 2, 43; oft bei Tragg., πρός τινα, Aesch. Suppl. 335, wie εἴς τινα, Eur. El. 253; καὶ ταῠτα μοὐστὶν εὐσεβῆ ϑεῶν πάρα Aesch. Ch. 120; auch λόγος, Suppl. 919; τρόπος, Ar. Ran. 457; τό γ' εὐσεβὲς μόνοις παρ' ὑμῖν εἷρον Soph. O. C. 1127, d. i. Frömmigkeit, wie Eur. Tr. 42; vgl. οὔτε τὸ ὑμέτερον εὐσεβὲς παρείς Antiph. 3, 96; Plat. δίκαιος ἀνὴρ καὶ εὐσεβὴς καὶ ἀγαϑὸς πάντως Phil. 39 e, öfter, obwohl das Wort in Prosa verhältnißmäßig seltener erscheint. – Adv. εὐσεβέως, Pind. Ol. 6, 79; att. εὐσεβῶς, z. B. τοῖς ἐν γένει γὰρ τἀγγενῆ ὁρᾶν εὐσ. ἔχει Soph. O. R. 1431, es ist fromme Pflicht für sie; Dem. 19, 212 ὥστε μηδενὶ ὑμῶν εὐσεβῶς ἔχει ἀποψηφίσασϑαι αὐτοῦ, so daß Keiner von euch fromm seine Pflicht thut, wenn er ihn losspricht; εὔχομαι Plat. Legg. VII, 821 d; Sp.
-
14 ἀντίος
ἀντίος ( ἀντί), entgegengesetzt, gegenüber, bei Hom. vom feindlichen u. freundlichen Begegnen u. jedem Gegenübersein, ἀντίος ἦλϑεν, ἀντίος ἔστη, ohne casus, Od. 19, 478 ἡ δ' οὔτ' ἀϑρῆσαι δύνατ'ἀντίη οὔτε νοῆσαι; oft mit gen., ὅς τις τοῦ γ' ἀντίος ἔλϑοι Iliad. 17, 8; μηδ' ἀντίος ἵστασ' ἐμεῖπ 17, 81; mit dat., Hom. Iliad. 7, 20 τῇ δ' ἀντίος ὤρνυτ' Ἀπόλλων; Pind. N. 10, 79 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυϑέ οἱ; Her. 5, 18 ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι; οἱ ἀντίοι = ἐναντίοι Her. 9, 62; ἢν μὴ τὸ ὑμέτερον ἀντίον γένηται, wenn ihr nicht hinderlich seid, 8, 140; ἀντία λέγειν Aesch. Pers. 681; ἁδεῖα μὲν, ἀντία δ' οἴσω Soph. Ir. 123; σοὶ μὲν δοκείτω ταῦτ', ἐμοὶ δὲ τἀντία Eur. Suppl. 482; selten in Prosa, wie Xen. ἀντίοι τοῖς πολεμίοις An. 1, 8, 17; οἱ λόγοι ἀντίοι εἰσὶν ἢ οὓς ἤκουον An. 6, 4, 34, sind ganz verschieden von denen, die ich hörte; Pol. ἐτίϑει τοὺς Ἴβηρας ἀντίους τοῖς ἱππεῦσι 3, 113 erinnert mehr an den früheren Gebrauch; ἐκ τῆς ἀντίης, von der entgegengesetzten Seite, Her. 8, 6. Adverbial u. als praep. ἀντίον u. ἀντία, gegenüber, entgegen, Od. 14, 79 αὐτὸς δ' ἀντίον ἷζεν, Iliad. 9, 218 αὐτὸς δ' ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος, 21, 481 ἀντί' ἐμεῖο στήσεσϑαι, Od. 15, 377 ἀντία δεσποίνης φάσϑαι, 1, 78 ἀντία πάντων ἀϑανάτων ἀέκητι ϑεῶν ἐριδαινέμεν; Od. 17, 334 τὸν κατέϑηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν ἀντίον; oft ἀντίον αὐδᾶν, antworten, cum accus., Iliad. 3, 203. 4, 265; ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα 5, 170; aber 1, 230 ὅς τις σέϑεν ἀντίον εἴπῃ widersprechen; Pind. Pyth. 4, 285 ἐρίζειν ἀντία τοῖς ἀγαϑοῖς; Soph. Ir. 785 τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν; Sp. D.; Xen. Hell. 1, 6, 26 ἀντίον τῆς Μιτυλήνης; 2, 1, 21 ἀντίον τῆς Λαμψάκου.
-
15 εργον
τό1) дело, труд, работаἐπὴ ἔργα τραπεσθαι Hom. — приняться за дело, за работу;
πλείονος ἔργου ἐστίν Plat. — это требует большого труда, это трудно2) (воз)действие(οἴνου Arst.)
3) деятельность, функция(ὀφθαλμοῦ Arst.)
4) дело, долг, обязанность(ἀγαθοῦ πολίτου Plat.; τοῦ ἄρχοντος καὴ τῶν ἀρχομένων Arst.; ἀνδρῶν τόδ΄ ἐστὴν ἔ. Aesch.)
ἔ. ἐστὴ τοῖς πρωτοστάταις θαρρύνειν τοὺς ἑπομένους Xen. — обязанностью передовых бойцов является ободрять тех, кто следует (за ними);ἐμὸν τόδ΄ ἔ. κρῖναι Aesch., — рассудить - мое дело5) надобность, необходимость, нуждаἐνταῦθα πολλης φυλακῆς ἔ. (sc. ἐστίν) Plat. — здесь нужна большая бдительность;
οὐδὲν ἔ. ταῦτα θρηνεῖσθαι μάτην Soph. — незачем предаваться этим бесплодным жалобам;ὥστε ἐπέδρης μέ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Her. — а потому осада (Милета) с помощью войска была бесполезна;σιωπῆς οὐδὲν ἔ. ἐν κακοῖς Eur. — молчанием горю не поможешь;μακρῶν οὐδὲν λόγων τόδε τοὖργον Soph. — не нужно многих слов6) забота, хлопоты, беспокойство(δαιτὸς ἔργα Hom.)
ἔ. ἔχειν Xen. — брать на себя труд, заботиться (насчет чего-л.);ἔ. (ἐστίν) Xen., Arst., Plut.; — нелегко, хлопотно, трудно;ἔργα παρέχειν τινί Arph. — причинять кому-л. хлопоты7) дело, деяние, подвиг(ἔργα πολεμήϊα, μάχης Hom. и τὰ στρατιωτικὰ ἔργα Plut.)
ἰσχύος τε καὴ τάχους ἔργα Xen. — дела, (требующие) силы и быстроты8) осуществление, выполнение(εἰς ἔ. ἐξαγαγεῖν τὸ πρόβλημα Plut.)
τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δ΄ ἔ. ἀδύνατον Xen. — замысел показался остроумным, но выполнение его невозможным;λόγοισιν εἴτ΄ ἔργσισιν Soph. — словами или делами;δυνάμει καὴ ἔργῳ Arst. — в возможности и в действительности;χωρεῖν πρὸς ἔ. Soph. — приступать к исполнению9) сражение, битва, бой(ἐν τῷ ἔργῳ Thuc.)
ἔργου ἔχεσθαι Thuc. — вступать в бой;κρατεῖν ἔ. Pind. — выигрывать сражение10) пашня, нива(πίονα ἔργα Hom.)
μινύθειν ἔργα ἀνθρώπων Hom. — разорять возделанные людьми поля;οἳ ἀμφὴ Τιταρήσιον ἔργ΄ ἐνέμοντο Hom. — возделывавшие поля по берегам Титаресия11) владение, достояние(πατρώϊα ἔργα Hom.)
ἔ. ἀέξειν Hom. — приумножить достояние12) женская работа, рукоделье(ἀμύμονα ἔργα Hom.)
ἔργα ἐργάζεσθαι Hom. — заниматься рукодельем13) ремесло, промысел, занятиеθαλάσσια ἔργα Hom. — морской промысел, т.е. мореплавание или рыболовство;
ἔργα γάμοιο Hom. — брачные дела, устройство браков;14) произведение, творение, изделие(ἔργα γυναικῶν Σιδονίων Hom.; τῶν τεχνιτῶν Arst.)
κτεινόμενος ὑμέτερον ἔ. εἰμί Plut. — если я буду убит, это (будет) дело ваших рук15) предмет, вещьλώτινον ἔ. Theocr. — вещь из (древесины) лотоса
16) сооружение, приспособление(ἔργα καὴ μηχαναί Polyb.)
17) дело, вопрос, обстоятельствоπᾶν ἔ. ὑπείκειν τινί Hom. — уступать (повиноваться) кому-л. во всем;
ὅπως ἔσται τάδε ἔργα Hom. — к чему приведут эти дела, т.е. как сложатся обстоятельства;σὺ δ΄ οῦν ἄκουε τοὖργον Soph. — послушай же, в чем дело;τὰ ἔργα τῇς παιδείας Arst. — вопросы воспитания18) событие, происшествие, факт(μέμνημαι τόδε ἔ. ἐγώ Hom.)
19) прибыль, доходτὸ ἀρχαῖον καὴ τὸ ἔ. Dem. — капитал и проценты
-
16 υμετερονδε
-
17 ἀήρ
1 mist, cloud τότε χρύσεαᾰ ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον of Aigina. Πα.. 13. ]ν ἀέρι[ Πα. 17b. 24. -
18 δέκομαι
δέκομαι (δέκεται, -ονται; δέκευ; δεκομένα: fut. δέξεται: impf. ἔδεκτο, δέκετο coni.: aor. δέξατ(ο), (ἐ) δέξαντ(ο); δέξαιτο; δέξαι, δέξασθε; δεξαμένῳ, -ον, -οι, -αμένα: pf. δέδεκται; δέδεξαι impv.: δέγμενος)a accept “ ἄγε φίλτρον τόδἵππειον δέκευ” (byz.: δέχευ codd.) O. 13.68ἕδνα τε δέξαντο P. 3.95
“ δέξατο βώλακα δαιμονίαν” P. 4.37σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.255
πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125
δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν (sc. Ἡρακλέα) N. 1.71Μελίσσῳ ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11
ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Pae. 6.129 esp. c. acc. & dat., accept something from someone:δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29
γαῖαν διδόντι ξείνια πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς δέξατ” P. 4.23Ἡσυχία, Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5
αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.5
ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (sc. ἡμεῖς) I. 6.4 οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 2.b welcome esp. with modal dative or σύν c. dat. ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατἐλθόντ' Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (cf. Devereux, Rh. M., 1966, 289f.) O. 3.27 Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι ( δέκευ byz.) O. 4.9ὠκεανοῦ θύγατερ, ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
ἀλλὦ Πίσας ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10
οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (Boeckh: δέχονται codd.) P. 1.98μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (on the tense, v. Führer, Untersuchungen, 93̆{4}) P. 5.86 εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν (sc. Ἀπόλλων) P. 8.19 “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις” P. 9.56Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος (sc. αὐτόν) N. 4.11ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
ἄρουραν ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38
τοίαισιν ὁργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15
χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Her mann: πρὶν ἔδεκτο codd.: πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.45
σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι ἐν ζαθέᾳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5
τὸν δὲ ( Πάγασον) ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται shelter O. 13.92 met., τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. αὐτούς befell) P. 4.70c winὈλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49
ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον, Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.4
εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51
-
19 ἐπιχώριος
1 belonging to a country ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (sc. Πολύιδον) O. 13.74 “ Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπίχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν” (sc. Ἰάσων, in Iolkos) P. 4.118 of things, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις (sc. ἐσθάς) P. 4.80 ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι τετόλμακε (i. e. in the games of his country) P. 5.116 Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (i. e. of his homeland, Aigina) P. 8.79ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.103
σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων i. e. of Aigina N. 3.66 μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων i. e. the month Delphinios in Aigina N. 5.44 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 “ μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος” i. e. for my land, Keos Πα... τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον i. e. the ridge of your land, Aigina Pae. 6.139 n. pl. pro subs., what is familiar,αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
-
20 θεράπων
a adj., ministering to c. dat.οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα O. 13.3
b servantδᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα O. 3.
16. “ ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” i. e. sailors P. 4.41Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον Pae. 5.45
ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. fig., θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (sc. Δαμόφιλος καιρῷ) P. 4.287
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὑμέτερον — ὑ̱μέτερον , ὑμέτερος your masc acc sg ὑ̱μέτερον , ὑμέτερος your neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
υμέτερος — έρα, ο / ὑμέτερος, έρα, ον, ΝΜΑ (κτητ. αντων.) (λόγ. τ.) 1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.) 2. (σπαν. αντί τού σός) δικός σου αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
υμετερόνδε — Α επίρρ. προς το δικό σας σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμέτερον + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πολεμόν δε)] … Dictionary of Greek